Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Η ταινία


Πρίν από κάποια χρόνια ήμουν ερωτευμένος με μια κοπέλα. Ήθελε κι αυτή να γίνει ηθοποιός τότε. Ήταν πολύ όμορφη.
Ώς όμορφη δεν περνούσε φυσικά απαρατήρητη και οι επίδοξοι δεν ήταν λίγοι. Αποφάσισα κι εγώ να προσπαθήσω μαζί της. Οι πρώτες προσεγγίσεις ήταν πολύ ενθαρυντικές και συνεχίστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα. Μιας και ο κινηματογράφος αποτελούσε κοινό ενδιαφέρον είπαμε μια από τις ημέρες που θα έρχονταν να πάμε σινεμά.
Την ίδια εποχή γινόταν στο Gagarin το δεύτερο φεστιβάλ cult Ελληνικού κινηματογράφου. Βεβαίως δε έκανα τη Ντενιριά(*) να την προσκαλέσω στο φεστιβάλ και μιας και η ημερομηνία της κοινής μας εξόδου δεν είχε οριστεί επακριβώς δεν το ανέφερα καν και ξεκίνησα να βλέπω τις ταινίες. Μάλιστα λίγο καιρό πριν, συζητώντας με το Νίκο σχετικά με το φεστιβάλ του είχα ρίξει την ιδέα να παρουσιάσει τις ταινίες μικρού μήκους του Βαγγέλη Κοτρώνη, αλλά και το "Σουβλίστε τους" που είχε γενικώς να παιχτεί για μεγάλο διάστημα. Η ιδέα του άρεσε και οι ταινίες μπήκαν στο πρόγραμμα.
Ήταν η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ. Είχα μόλις δει τις ταινίες του Κοτρώνη και ετοιμαζόμουν να δω το "Σουβλίστε τους". Τότε χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν εκείνη και με καλούσε στη μη επακριβώς προκαθορισμένη χρονικά κοινή μας έξοδο. Τη ρώτησα αν το πράγμα έπαιρνε κάποιου είδους αναβολή, όμως αυτή ήταν ανένδοτη και έτσι φόρεσα το μπουφάν μου, πήρα το κράνος μου και ξεκίνησα για το "Νιρβάνα" στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ήθελε να δούμε το "Big fish". Στην είσοδο του Gagarin έπεσα πάνω στο Νίκο που εκείνη την ώρα έμπαινε αγκαζέ με το Ζερβό που θα προλόγιζε την ταινία. Ο Νίκος με κοίταξε έκθαμβος.
Με περίμενε έξω από το "Νιρβάνα" μιας και το σπίτι της ήταν σχετικά κοντά. Βγάλαμε εισιτήριο και μπήκαμε στη αίθουσα. Η ταινία δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως εκείνη έμοιαζε προσηλωμένη. Για να πω την αλήθεια το δικό μου ενδιαφέρον ήταν πάνω της και προσπαθούσα να βρώ κάποια αφορμή επικοινωνίας. Ένα σχόλιο, κάτι. Δεν ξέρω αν την είχε συνεπάρει η ταινία και σε ποιό βαθμό όμως τέτοια αφορμή δεν κατάφερα να βρω.
Η ταινία προχωρούσε και φτάσαμε στο διάλλειμα. Κάναμε μια χλιαρή κουβεντούλα σχετικά με την ταινία και το διάλλειμα τελείωσε. Ήταν γενικά μια αμήχανη κατάσταση. Η ταινία τελείωσε. Προσφέρθηκα να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της.
Στο δρόμο αποφάσισα να πάρω την πρωτοβουλία. Της μίλησα ανοικτά. Της είπα πως είμαι ερωτευμένος μαζί της. Μου απάντησε πως είμαι πολύ καλό παιδί, ευχάριστος άνθρωπος, οτι έχω πράγματα να δώσω, αλλά δεν μπορούσε να είναι μαζί μου. Λέω γιατί κούκλα μου, αφού είμαι καλό παιδί, ευχάριστος, ευθυτενής και εύελπις δεν μπορείς να είσαι μαζί μου? Γιατί, μου αντέτεινε, νομίζεις πως η ζωή σου είναι μια ταινία κι εσύ παίζεις μέσα σ' αυτή. Κι εγώ, πρόσθεσε, δεν μπορώ να είμαι με κάποιον που νομίζει πως η ζωή του είναι μια ταινία. Η απάντησή της με άφησε άναυδο. Δεν ήξερα ούτε τι να απαντήσω, ούτε καν πως να αντιδράσω. Έκανε κρύο εκείνη τη νύχτα.
Την είδα ξανά μετά από μερικά χρόνια. Εκείνο τον καιρό παίζαμε το "Πέναλτυ". Τελείωσα την παράσταση, άλλαξα και κατέβηκα να πιώ ένα ποτό. Περίμενε στο φουαγιέ. Με χαιρέτησε.
Της πρότεινα να καθίσουμε για ένα ποτό στο μπαρ και δέχτηκε. Μου έδωσε συγχαρητήρια για την παράσταση και αρχίσαμε να μιλάμε. Μόλις είχε γυρίσει από το εξωτερικό. Όλα αυτά τα χρόνια σπούδαζε. Της είπα κι εγώ τα δικά μου και η συζήτηση συνεχίστηκε στον ίδιο τόνο. Είχα χαρεί που την ξαναείδα, το ίδιο κι εκείνη. Διέκρινα όμως κάποιο κράτημα. Αυτό το κράτημα που νιώθεις οτι κάτι θέλεις να πείς και δε βρίσκεις τις λέξεις, αναζητάς μια αφορμή να έρθει η κουβέντα στο θέμα και μετά το ξανασκέφτεσαι και εύχεσαι να μην έρθει ποτέ. Μιας και αισθανόμουν το ίδιο αποφάσισα να μιλήσω. Η αφορμή ήταν μια αμήχανη παύση μεταξύ μας.
Πάντως είχες άδικο, της είπα.
Για ποιό πράγμα?
Η ζωή μου είναι πολύ ωραία ταινία.

Δεν προσποιήθηκε πως δεν θυμόταν.

Γενικώς όσες ταινίες κι αν είδα, όσα σενάρια κι αν διάβασα, το πιο συναρπαστικό και απρόβλεπτο απ' όλα είναι η πραγματικότητα. Μερικές φορές έχω όντως την αίσθηση πως η ζωή μου είναι ταινία. Δε μου αρέσει όμως μόνο να παίζω σ' αυτή την ταινία. Μου αρέσει και να σκηνοθετώ.

(*) Ντενιριά.
Στον "Ταξιτζή" ο Robert De Niro προσκαλλεί τη Cybill Shepherd να πάνε στον κινηματογράφο. Η επιλογή του να την πάει σε τσοντάδικο αποδεικνύεται καταστρεπτική για την πορεία της σχέσης τους

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Μαρμαρωμένοι έφηβοι


Τον Αύγουστο που μας πέρασε βρέθηκα για μερικές μέρες στο Λονδίνο παρακολουθώντας ένα σεμινάριο. Την τελευταία μέρα παραμονής μου είχα λίγο ελεύθερο χρόνο και αποφάσισα να επισκεφτώ το Βρετανικό μουσείο. Έχοντας κάτι λιγότερο από τέσσερις ώρες στη διάθεσή μου περιορίστηκα στα μάρμαρα του Παρθενώνα.
Κατευθύνθηκα στη γεμάτη κόσμο αίθουσα και άρχισα χωρίς να βιάζομαι να παρατηρώ τις ανάγλυφες παραστάσεις. Την προσοχή μου τράβηξαν οι έφηβοι ιππείς της ζωφόρου. Έμεινα εκεί αρκετή ώρα αισθανόμενος την ένταση που εξέπεμπαν οι εικόνες. Ασυγκράτητοι νέοι πάνω στα πιο δυνατά άλογα, στην κορυφή της κορυφαίας γιορτής της αρχαίας Αθήνας. Αυτό που μου συνέβη δεν το είχα φανταστεί όταν έπαιρνα την απόφαση να επισκεφτώ το μουσείο. Συγκινήθηκα. Όχι γιατί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής μου κληρονομιάς βρίσκεται μακριά μου, αλλά γιατί αυτό το κομμάτι έχει στην πραγματικότητα ξεχαστεί στις μέρες μας. Εικόνες γεμάτων δύναμη και ορμή νέων, να χαίρουν της αναγνώρισης του κοινωνικού συνόλου απουσιάζουν συστηματικά από τις καθημερινές παραστάσεις και τις μνήμες μου. Η αρχαία Αθήνα επέλεξε να τοποθετήσει στην κορυφή των αξιών τις πιο ορμητικές δυνάμεις της, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητά τους. Η σύγχρονη Ελλάδα επιλέγει ακριβώς το αντίθετο.
Στη χώρα μας θεωρείσαι παιδί μέχρι να φτάσεις τα τριάντα, κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά. Οι νέοι που χαίρουν αναγνώρισης είναι αυτοί με έφεση στην αποστήθιση, όραμα μια σίγουρη θέση στο δημόσιο, ένα ακριβό αυτοκίνητο με δόσεις. Αυτοί οι νέοι καλούνται συνετοί και προοιωνίζεται γι αυτούς μέλλον λαμπρό. Το κοινωνικώς αποδεκτό μοντέλο είναι αυστηρά καθορισμένο, χωρίς παρεκκλίσεις. Με το πρόσχημα της προστασίας απαξιώνεται κάθε προσωπική επιλογή.
Πραγματικά θλίβομαι κάθε φορά που με ρωτούν πότε θα πιάσω μια "κανονική" δουλειά, σίγουρη, θεωρώντας το επάγγελμά μου χόμπι. Κάθε φορά που μου λένε να αγοράσω αυτοκίνητο και να αφήσω τη μοτοσυκλέτα, να φορέσω κουστούμι και να αποκτήσω "ωράριο" και "πρόγραμμα" σαν όλους τους άλλους. Θλίβομαι γιατί εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες που έχω να αντιμετωπίσω, έχοντας επιλέξει για παράδειγμα ένα αβέβαιο επάγγελμα, έχω να υπερασπιστώ και τις επιλογές μου, ακόμα και το δικαίωμά μου στο να κάνω λάθος το οποίο θεωρώ αναφαίρετο.
Η κοινωνία μας είναι φοβισμένη, επιλέγει τη σιγουριά του εξασφαλισμένου από την αβεβαιότητα του αγνώστου. Το να φοβάσαι και να αναζητάς την εξασφάλιση βεβαίως δεν είναι φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας. Το να αναγάγεις όμως αυτή τη συμπεριφορά σε κοινωνική αξία και να απαξιώνεις οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική είναι. Η έξοδος από την παρακμή δεν είναι δυνατόν να έρθει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το να αποδεχτούμε όμως το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής και της μοναδικότητας της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι ένα πολύ καλό πρώτο βήμα.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Σε τάξη


Πρέπει να βάλω τη ζωή μου σε τάξη.
Κοιτάζω το γραφείο μου και σκέφτομαι,
πρέπει να βάλω τη ζωή μου σε τάξη.
Κοιτάζω την κουζίνα μου και σκέφτομαι,
πρέπει να βάλω τη ζωή μου σε τάξη.
Το σκέφτομαι συχνά.
Και η μάνα μου το έλεγε συχνά, να βάλεις τάξη,
στο δωμάτιό σου, στο διάβασμά σου,
να βάλεις τάξη.

Στα ρούχα μου πρέπει να βάλω μια τάξη.
Και το ρολόι μου πάει λάθος.
Πρέπει να μπεί μια τάξη εδω πέρα.
Και στις σχέσεις μου, προ πάντων στις σχέσεις μου.
Και στις σκέψεις μου.

Σκέφτομαι τα μυρμήγκια.
Όταν ξυπνάνε το πρωί τεντώνονται.
Κι όταν άλλα μυρμήγκια, απο άλλες φωλιές,
πάνε στη φωλιά τους τσακώνονται.
Γίνεται πόλεμος, επικρατεί το χάος.
Πώς να κατηγορήσεις ένα μυρμήγκι οτι δεν έχει τη φωλιά του σε τάξη?

Πρέπει να βάλω τη ζωή μου σε τάξη,
αλλά μάλλον απλά θα πλύνω τα πιάτα.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Ζιζέλ


Το καλοκαίρι στην Αθήνα εκτός από επίπονο είναι και βαρετό.
Ήταν ένα τέτοιο επίπονο και βαρετό μεσημέρι που κατέβηκα από το σπίτι για τσιγάρα στο ψιλικατζήδικο της Σοφίας. Λίγα λεπτά έλειψα και επιστρέφοντας βρήκα στην πόρτα μου ένα γατάκι. Είχε προφανώς χάσει τη μάνα του, ήταν πολύ βρώμικο και νιαούριζε αδιάκοπα.
Αγαπώ πολύ τα ζώα και γι αυτό ακριβώς το λόγο δεν έχω κατοικίδιο. Πιστεύω πως είναι κρίμα να κλείνεις ένα ζώο σ’ ένα διαμέρισμα κι αυτό να είναι αναγκασμένο να ακολουθεί το πρόγραμμά σου. Το βρίσκω πολύ ανθρωποκεντρικό. Επίσης πιστεύω πως τα διαμερίσματα αποτελούν λύση ανάγκης και για τους ίδιους τους ανθρώπους, συμβιβασμό. Πόσο μάλλον να είσαι ζώο και να κάνεις αυτό το συμβιβασμό παρά τη θέλησή σου. Και στο κάτω κάτω εγώ δεν είμαι ικανός να συντηρήσω τον εαυτό μου, θα πάρω και κατοικίδιο?
Τέλος πάντων στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν άλλοι παράγοντες που επηρέασαν την κρίση μου πρό του μεγάλου διλήματος, δεδομένου οτι ένα γατί μακριά από τη μάνα του έχει μηδενικές πιθανότητες επιβίωσης. Πέρα από την απόλυτη εξάρτηση που έχει οποιοδήποτε νεογέννητο θηλαστικό από τη μάνα του, ειδικά τα νεογέννητα γατιά έχουν να ανταπεξέλθουν και τις επιθέσεις των ενήλληκων αρσενικών γάτων που τα θανατώνουν αναγκάζοντας έτσι τις γάτες σε πρόωρο οίστρο. Πρόκειται περι φαυλότητος.
Με αυτές τις σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό μου πήρα την απόφαση να μαζέψω το γατάκι. Ήταν πολύ μικρό, πρέπει να είχε μόλις ανοιξει τα μάτια του. Κάτω απο τη βρωμιά της πόλης μόλις που διακρίνονταν τα χρώματά του με κυρίαρχα το λευκό και το πορτοκαλί καθώς επίσης και αμέτρητους ψύλους που έκαναν μακροβούτια στο τρίχωμά του. Ήταν πολύ φοβισμένο. Το τάϊσα λίγο γάλα και το έβαλα να κοιμηθεί στο μπάνιο. Χάθηκε μέσα στα άπλυτα ρούχα μέχρι το επόμενο πρωί.

Η πρώτη μου δουλειά την επόμενη μέρα ήταν να το πάω στο γιατρό. Το βρήκε υγιές,του χορήγησε χάπι για τα παράσιτα και λάδι για τους ψύλους, με ενημέρωσε οτι ήταν θυλικό ενός περίπου μηνός, μου πήρε δεκαπέντε ευρώ και μου έδωσε σαφείς οδηγίες να του κάνω μαλλάξεις στην κοιλιά με ένα ελαφρώς βρεγμένο σφουγγάρι, για τη σωστή λειτουργία του πεπτικού του συστήματος. Επίσης μου έγραψε και μια συνταγή για την αγορά υποκατάστατου μητρικού γάλακτος για γάτες ,σε σκόνη.
Αυτό το τελευταίο πραγματικά δεν είχε καν περάσει απο το μυαλό μου. Υποκατάστατο μητρικού γάλακτος για γάτες. Σε σκόνη. Και μόνο γι αυτή την πληροφορία ο γιατρός άξιζε τα λεφτά του.
Κάπως έτσι βρέθηκα και πάλι στο σπίτι να ταϊζω το γατάκι με μπιμπερό και να σκεύτομαι εικόνες μικρών παιδιών στην αφρική με το πεπτικό τους σύστημα πρησμένο από την πείνα. Όπως και να ‘χει το γατάκι είχε την τύχη να γεννηθεί στην πλατεία Βικτωρίας.
Οι μέρες κυλούσαν ανέμελα, για το γατί.
Προσαρμόστηκε γρήγορα στην ασφάλεια του νέου περιβάλλοντός του, έτρωγε πολύ, μεγάλωνε γρήγορα και ήταν γεμάτο ενέργεια.
Έκανε την παρουσία του αισθητή παντού και πάντα, γινόταν σε κάθε περίπτωση η ψυχή της παρέας. Όποιος φίλος ερχόταν στο σπίτι ασχολιόταν με το γατί. Τη βγάλαμε Ζιζέλ, το όνομα το έδωσε ο Γιώργος. Όχι εμπνευσμένο από κάποιο διάσημο έργο της λυρικής ή κάποιο διάσημο μοντέλο παρά από μια μπαργούμαν τραβεστί που δούλευε σε γνωστό club της Αθήνας. Ήταν ταιριαστό όνομα. Η Ζιζέλ δεν άφηνε κανένα σε ησυχία και όταν το σπίτι δεν είχε κόσμο δεν άφηνε εμένα σε ησυχία.
Ξυπνούσε πρωί πρωί ( αν και έχω την υποψία οτι δεν κοιμόταν όλο το βράδυ) και ανέβαινε μ’ ένα πήδο στο κρεβάτι μου. Αγνοούσε τον καταιγισμό από μπινελίκια που εκστόμιζα εναντίον της και δε σταματούσε να μου δαγκώνει τα πόδια μέχρι να φορέσω παπούτσια. Τουλάχιστον έτσι κατάφερνα να ξυπνάω πρωί, πράγμα που απεχθάνομαι και γενικότερα ακολουθούσα το πρόγραμμα της γάτας. Τρώγαμε από το ίδιο φαγητό, βλέπαμε μαζί τηλεόραση, ερχόταν στα πόδια μου όταν έγραφα στον υπολογιστή, ξάπλωνε πάνω στην κοιλιά μου όταν διάβαζα ξαπλωμένος στον καναπέ και όταν μ’ έπαιρνε ο ύπνος ερχόταν και κοιμόταν κρυφά μαζί μου. Γενικά είχε απόλυτη ελευθερία μέσα στο σπίτι και όλη μου την αγάπη.
Η αλήθεια είναι πως με τις γάτες δεν είχα ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις.
Παλιότερα είχα μια σχετική συζήτηση με το φίλο μου τον Ιάσονα. Ο Ιάσονας λατρεύει τις γάτες, εγώ πάλι προτιμώ τους σκύλους.
Γιατί δε σου αρέσουν οι γάτες, με είχε ρωτήσει. Δεν τις γουστάρω του είπα, είναι κουφάλες. Κάνεις λάθος, μου απάντησε. Οι γάτες είναι κουφάλες σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, σύμφωνα με τη γατίσια, είναι απλά γάτες. Μου φάνηκε πολύ σωστή η άποψή του. Συνιθίζουμε να κρίνουμε τους άλλους σύμφωνα με τη δική μας λογική, με τις δικές μας αξίες και αυτό είναι εκ προοιμίου πολύ εγωιστικό. Σκευτόμουν πολύ συχνά αυτή τη συζήτηση τον καιρό της συμβίωσής μου με τη γάτα. Η παρουσία της στο σπίτι ήταν μια καλή ευκαιρία να συμφιλιωθώ με την ιδέα. Άλλωστε είχα αρχίσει να το συνιθίζω.
Η Ζιζέλ όμως δεν έμεινε για πολύ μαζί μου. Είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να μπορεί να περάσει στο μπαλκόνι της διπλανής υπο ανέγερσιν οικοδομής. Ένα πρωί ψύπνησα φυσιολογικά. Όσο κι αν έψαξα δεν τη βρήκα. Το πιάτο της είχε φαγητό για την επόμενη εβδομάδα όμως παρέμεινε ανέγγιχτο. Συνέχισα να κοιτάζω στη γειτονιά μήπως τη βρώ, αν μπορούσα θα ρώταγα τις άλλες γάτες να μου πούν τι απέγινε, όμως δεν τη βρήκα ποτέ.
Λίγο καιρό μετά η Χριστίνα μου ανακοίνωσε πως ήθελε να μου γνωρίσει τον καινούριο της γκόμενο.
Δε συμφιλιώθηκα ποτέ με τις γάτες. Εξακολουθώ να εκτιμώ τους σκύλους. Σε μια γάτα ό,τι και να προσφέρεις δεν είναι αρκετό, στο σκύλο κι ένα ξερό κομάτι ψωμί να πετάξεις θα σε κοιτάξει στα μάτια.
Η αναγνώριση της προσφοράς δεν είναι σε καμία περίπτωση επιβεβλημένη, πόσο μάλλον όταν η προσφορά είναι ανιδιοτελής.
Σε κάθε περίπτωση όμως κάνει τη διαφορά.

Οι διδαχές του Κεφάλα


Μετρίου αναστήματος, με σώμα μυώδες και περπάτημα που θύμιζε κάτι από τα τσοπανόσκυλα της Πίνδου. Μαύρος, με λίγο καφετί στη μουσούδα και πάνω από τα πέλματα. Tο μεγάλο κεφάλι του τόσο χαρακτηριστικό που έμεινε στην ιστορία. Ήταν ο Κεφάλας, σκύλος αρχοντικός, αρχηγός όλων των σκύλων της πλατείας.
Σπανίως τον άκουγες να γαυγίζει. Περπατούσε πάντα αργά και νωχελικά.Aν ποτέ τύχαινε να τον παρενοχλήσει κάποιος άλλος σκύλος αμφισβητώντας την κυριαρχία του, σταματούσε το αργό του περπάτημα και γύριζε να κοιτάξει την πηγή της φασαρίας, έπειτα το ίδιο αδιάφορα γύριζε το κεφάλι του μπροστά και συνέχιζε την πορεία του. Άλλωστε το μεγάλο του κεφάλι ήταν γεμάτο σημάδια από τσακωμούς. Λίγοι σκύλοι θα ήθελαν πραγματικά να αναμετρηθούν μαζί του, οι περισσότεροι αρκούνταν σε απειλές που συντρίβονταν στη σίγουρη ματιά του. Τις ελάχιστες φορές όμως που κάποιος τον προκαλούσε στ' αλήθεια η πλατεία Εξαρχείων ζούσε καταστάσεις που κανένας αττικάρχης δεν κατάφερε ως τώρα. Από όλα τα στενά ξεχύνονταν σκύλοι που έτρεχαν και γάυγιζαν αλλόφρονες, τα νέα διαδίδονταν εν ριπή οφθαλμού από Κάνιγγος μέχρι Νεάπολη και η πλατεία γέμιζε από παρατηρητές με δύο ή τέσσερα πόδια για τον καυγά μεταξύ των δύο διεκδικητών που ήδη λάμβανε χώρα. Ο Κεφάλας δε χωράτευε, σε καμία απο τις περιπτώσεις που τον είδα να τσακώνεται δεν έχασε τη μάχη, όμως ποτέ του δεν τραυμάτισε σοβαρά κάποιο σκύλο. O τσακωμός δε διαρκούσε πολύ και μόλις η κυριαρχία του ήταν ξεκάθαρη το παιχνίδι σταματούσε. Δεν κρατούσε κακία, ήταν ο αρχηγός επειδή απλά είχε τη φυσική υπεροχή. Οι σκύλοι μάλιστα που τσακώνονταν μαζί του γίνονταν φίλοι του. Δεν ενδιαφερόταν για την εξουσία, απλά κέρδιζε το σεβασμό που του άξιζε. Ήταν ο κύριος της πλατείας.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν καβγατζής. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε βολτάροντας στην πλατεία. Όλοι τον κερνούσαν ένα μεζέ. Τον θυμάμαι να ξαπλώνει κάτω από το άγαλμα, με την πλάτη στο πλακόστρωτο, με όλα του τα άκρα σε έκταση, απολαμβάνοντας το φθινοπορινό ήλιο. Τίποτα δε χαλούσε την ηρεμία του. Τίποτα εκτός από το Νικολάκη το Διαστημίδη που όταν τύχαινε να τον βρεί σ’ αυτή την κατάσταση του πέταγε ψίχουλα στην κοιλιά και τα περιστέρια που μαζεύονταν του χαλούσαν τον ύπνο. Αγουροξυπνημένος κουνούσε κανένα πόδι ή την ουρά του για να διώξει τα πουλιά και όλη η πλατεία γελούσε με την αναισθησία του.
Όταν η πολύωρη ξάπλα τον κούραζε ασχολιόταν με το χόμπι του, κυνηγούσε μόνος ή με παρέα αυτοκίνητα και μηχανάκια στη Σπύρου Τρικούπη. Βεβαίως όλοι στην πλατεία τον ήξεραν και αν τύχαινε να σε κυνηγήσει του φώναζες «Κεφάλα παράτα μας» και αυτός σου κουνούσε την ουρά του περιχαρής. Μάλιστα προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, πολύ συχνά σηκωνόταν στα πίσω του πόδια για να δεί αν ο οδηγός που επρόκειτο να κυνηγήσει ήταν γνωστός και έτσι γλίτωνε και από μάταιο τρέξιμο.
Παραδόξως τα καλοκαίρια χανόταν από την πλατεία. Στην αρχή δεν το παρατήρησε κανείς αφού όλοι έλειπαν στην Ίο. Αργότερα, περνόντας τα χρόνια και με την κλιμακούμενη οικονομική στενότητα οι επισκέψεις στην Ίο περιορίστηκαν ή κόπηκαν από πολλούς και η πλατεία άρχισε να παρουσιάζει κάποια κινητικότητα και κατά τους θερινούς μήνες. Τότε ήταν που η απουσία του άρχισε να γίνεται αντιληπτή. Όλο το καλοκαίρι παρέμενε άφαντος και το γεγονός αποτελούσε μυστήριο το οποίο λύθηκε όταν τον πέτυχα μια μέρα εν μέσω ισχυρού καύσωνος κάπου κάτω από το Ζάππειο που περιπατούσα συνοδεία πιτσιρίκας. Παραθέριζε στον κήπο. Όλο το Αθηναϊκό καλοκαίρι την έβγαζε εκεί, ήταν το θερινό του ανάκτορο. Άφηνε το τσιμέντο της πλατείας και δροσιζόταν ανάμεσσα στα δέντρα και τις λιμνούλες. Ούτε λόγος για κυνηγητά και ενεργοβόρους χαβαλέδες.
Μπορούσες να διακρίνεις μια ιδιαίτερη σοφία στο ζώο αυτό. Κάτι από την κουλτούρα του πεζοδρομίου συνδιασμένη με το ένστικτο της επιβίωσης. Ήταν παιδί της πιάτσας. Τον θυμάμαι πολύ συχνά στα ζόρια. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για πολύχρωμα περιλαίμια, τίτλους και περιτές περιποιήσεις, δεν ανυσήχησε ποτέ για το φαγητό του, ήταν σίγουρος οτι κάτι θα βρεί. Ήταν αγαπητός σε όλους και απλά έπαιρνε αυτό που του άξιζε.
Παίρνω κουράγιο κάθε φορά που σκέφτομαι τον Κεφάλα. Τι κι αν το μπλοκάκι μου έχει να γράψει έσοδα δύο χρόνια, τι κι αν είμαι άνεργος αυτή τη στιγμή. Ας πέφτουν τα χρηματιστήρια παγκοσμίως, ας καταρρέει το χρηματοπιστοτικό σύστημα, ας επιβάλλουν φόρους κι ας κλεβουν τα ταμία, εγώ θα βρίσκω τον τρόπο να επιβιώνω και να χαίρομαι τη ζωή μου.
Το μόνο που με θλίβει είναι η φόλα που του ρίξανε. Ο Κεφάλας έφυγε από κοντά μας το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων. Όπως και να το κάνουμε το να ζείς ελεύθερος αποτελεί πρόκληση στα μάτια των κομπλεξικών-εθελούσια σκλαβωμένων, στα μάτια της λαίλαπας της φυλής των νοικοκυραίων.
Σκέφτομαι τον Κεφάλα στα ζόρια μου. Είμαι κι εγώ ένας σκύλος των Εξαρχείων.